- παρυφαίνω
- ΜΑ [υφαίνω]υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ.β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.)μσν.παρενείρω σε αφήγησηαρχ.1. συνενώνομαι κατά μήκος με κάτι («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς πόρος», Αριστοτ.)2. απλώνομαι στα πλάγια και κατά μήκος σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», Ξεν.)3. είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον στην υφαντική («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.